- κροτώ
- (AM κροτῶ, -έω, Α και κορτώ)1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ 'ίπποι κείν' ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.)2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.)νεοελλ.1. εκπυρσοκροτώ2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο κροτώνπαλαιού τύπου τηλεγραφικός δέκτης ο οποίος απέδιδε με ήχο τα αφικνούμενα σήματα3. φρ. «κροτούν αέριο» — αέριο μίγμα αποτελούμενο από υδρογόνο και οξυγόνο σε αναλογία δύο προς έναμσν.1. αναχαιτίζω2. συγκροτώ, οργανώνω3. αποκτώ φήμη, διαδίδομαι4. φρ. α) «κροτώ πόλεμον» — διεξάγω πόλεμοβ) «κροτώ κάποιον» — επιδοκιμάζω κάποιονμσν.-αρχ.χειροκροτώ («καὶ ἐν θεάτρψ κροτεῑν ὅταν οἱ ἄλλοι παύωνται», Θεόφρ.)αρχ.1. σφυρηλατώ, σφυροκοπώ2. προκαλώ θόρυβο προκειμένου να συγκεντρώσω σμήνος μελισσών3. χτυπώ το υφάδι κατά την ύφανση («ἐπιστολὰς δὲ γραφεῑν ἐν σινδόσιν λίαν κεκροτημέναις», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. βλ. λ. κρότος.ΠΑΡ. κρότημα, κρότηση(-ις), κρότοςαρχ.κροτησμός, κροτητικός, κροτητόςνεοελλ.κροτίδα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κροτησίγομ«φος. (Β' συνθετικό) επικροτώ, συγκροτώαρχ.ανακροτώ, αποκροτώ, αρτικροτώ, διακροτώ, εγκροτώ, επισυγκροτώ, κατακροτώ, παρακροτώ, περικροτώ, συνεπικροτώνεοελλ.ανασυγκροτώ, αντικροτώ, εκπυρσοκροτώ, καταχειροκροτώ, ποδοκροτώ, χειροκροτώ].
Dictionary of Greek. 2013.